- ταντανίζω
- και νταρντανίζω Νκινώ, σείω κάτι δυνατά, τραντάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ηχομιμητική λέξη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταντάνισμα — το, Ν [ταντανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταντανίζω, βίαιο τίναγμα, τράνταγμα … Dictionary of Greek
ταντανισιά — η, Ν [ταντανίζω] η ενέργεια τού ταντανίζω, τράνταγμα … Dictionary of Greek
τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… … Dictionary of Greek